απομώρανση

απομώρανση
[-ις (-εως)] η
1) одурение, отупение; одурь; 2) слабоумие; идиотизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απομώρανση" в других словарях:

  • απομωραίνω — ανα, άθηκα, αμένος 1. αποβλακώνω: Τον απομώραναν τον καημένο τον παππού τους τα παλιόπαιδα. 2. κάνω κάποιον να τα χάσει: Με τις αγριοφωνάρες του τ απομώρανε το παιδί. Ουσ. απομώρανση, η το αποβλάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»